ἐνσφίγγω
English (LSJ)
bind tight to a thing, τινί J.AJ12.2.9.
Spanish (DGE)
fijar, sujetar, ajustar a περόναις ... αὐτοὺς (πόδας) ἐνέσφιγγον τῇ τραπέζῃ I.AI 12.70, en v. pas. οἷόν τι σικάλοις ἐνεσφιγμένον como algo cogido con lazo ref. a la presa capturada por el león hambriento, Cyr.Al.M.71.992A, glos. a ἐλέλικτο EM 328.36G.
German (Pape)
[Seite 853] einpressen, einfügen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσφίγγω: σφίγγω ἔν τινι, προσδένω σφιγκτὰ εἴς τι, ἔπειτα περόναις καὶ κατακλείσεσιν αὐτοὺς ἔσφιγγον τῇ τραπέζῃ Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 8.