χειραφετημένος

From LSJ
Revision as of 09:02, 15 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

χειραφετημένος, -η, -ο
1. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
2. χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.