χειραφετημένη

Revision as of 09:02, 15 December 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=χειραφετημένος, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα<br /><b>2.</b...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

χειραφετημένος, -η, -ο
1. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί ελεύθερα
2. χειραφετημένη (η μτχ. θηλ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεκδ. αυτή που, εν ονόματι της ελευθερίας, παραβαίνει τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής.