gauwdief
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
Dutch > Greek
βαλαντιητόμος, βαλαντιατόμος, βαλαντιοτόμος, βαλλαντιητόμος, βαλλαντιατόμος, βαλλαντιοτόμος, βαλαντιοκλέπτης, γαλλιάριος, κομβολύτης