ἀγλιθάριον
English (LSJ)
ἀγλιθαρίου, τό, small clove of garlic, Dim. of ἄγλις, Ruf. ap. Orib.8.39.10.
Spanish (DGE)
ἀγλιθαρίου, τό
ajito Ruf. en Orib.8.39.10.
• Etimología: Cf. ἄγλις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλιθάριον: ἀγλιθαρίου, τό, ὑποκ. τοῦ ἄγλις, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. ΙΙ, 257, 3.