κινναμωμίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, an inferior kind of κιννάμωμον, Gal.12.26.
German (Pape)
[Seite 1441] ἡ, = Folgdm, oder dim. dazu, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κινναμωμίς: -ίδος, ἡ, = τῷ κατωτ. ἢ ὑποκορ. αὐτοῦ, Γαλην. τ. 13, σ. 190.
Greek Monolingual
κινναμωμίς, -ίδος, ἡ (Α) κιννάμωμον
κατώτερο είδος κιννάμωμου.