Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
ο, η, ΝΑ
1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο
2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρασπις, φέρασπις)].