εσσα, εν,
A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).
[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).