διαέριος

Revision as of 10:22, 4 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Icarom" to "Icarom")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. sub διηέριος.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): poét. διηέρ- A.R.2.227, 4.954, Triph.644, Q.S.11.456
• Morfología: [fem. -ίη A.R.ll.cc., Q.S.l.c.]
que atraviesa el aire, aéreo de las Harpías ὧδ' αἶψα διηέριαι ποτέονται tan rápidamente vuelan a través de los aires A.R.2.227, de anim., Ach.Tat.1.12.3, 2.22.3, ταινίαι Opp.C.3.77, 4.391, 410, νῆα ... ἄλλοθεν ἄλλη πέμπε διηερίην A.R.4.954, πύργοι Triph.l.c.
fig. de abstr. τῶν Νεφέλης παίδων ἐπὶ τοῦ κριοῦ τὴν διαέριον φυγήν Luc.Salt.42, μὴ θαυμάσῃς ... εἰ μετέωρα καὶ διαέρια δοκῶ σοι λαλεῖν Luc.Icar.1, οἶμος Q.S.l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui traverse les airs, aérien.
Étymologie: διά, ἀήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαέριος -ον [διά, ἀήρ] door de lucht.

German (Pape)

[ᾱ], durch die Luft; φυγή Luc. salt. 42; καὶ μετέωρα λέγειν Icarom. 1; andere Spätere Vgl. διηέριος.

Russian (Dvoretsky)

διᾱέριος: пролетающий по воздуху, т. е. воздушный (φυγή Luc.): μετέωρα καὶ διαέρια λέγειν Luc. говорить о небесных и воздушных явлениях.

Greek Monotonic

διᾱέριος: -ον, Ιων. αντί διηέριος, ψηλά στον αέρα, υπερβατικός, υπερφυσικός, εναέριος, μάταιος, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱέριος: ἴδε ἐν λ. διηέριος.

Middle Liddell

ionic for διηέριος
high in air, transcendental, Luc.