ἐνδιαιτάομαι
English (LSJ)
Ion. ἐνδῐαιτ-έομαι,
A live or dwell in a place, ἐν τῷ ἱρῷ Hdt. 8.41; μνήμη παρ' ἑκάστῳ ἐ. Th.2.43; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι X.Mem. 3.8.8, cf. Crates Theb.15; ἐπίνοια ἐ. ἡμῖν Plu.2.608e; ἡδονὴ ἐ. τῇ γνώμῃ Lib.Or.64.116.
German (Pape)
[Seite 833] ion. -τέομαι, darin sich aufhalten, wohnen; ἐν τῷ ἱρῷ Her. 8, 41; οἰκία ἡδίστη ἐνδιαιτᾶσθαι Xen. Mem. 3, 8, 8; übtr., ἡ ἐπί. νοια ἐν ἡμῖν ἐνδιαιτᾶται Plut. cons. ux. 3.