οὐραγέω
English (LSJ)
A to be οὐραγός, lead the rear, App.Hisp.86, Suid.: generally, to be in the rear, Plb.4.11.6, LXX Jo.6.8, D.S.13.18, App.Hisp. 48.
II τὸ οὐραγοῦν ζυγόν the rank consisting of οὐραγοί 2, Ascl.Tact. 10.14.
III metaph., lag behind, ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει LXX Si.35.11.
German (Pape)
[Seite 416] ein οὐραγός sein, übh. beim Nachtrab sein, Pol. 4, 11, 6 u. a. Sp. – Bei Hesych. auch durch ὑστερίζω erklärt.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾱγέω: εἶμαι οὐραγός, ἄγω, ὁδηγῶ τὴν οὐρὰν στρατεύματος, τὴν ὀπισθοφυλακήν, ὀπισθοφυλακῶ, Σουΐδ. - καθόλου εἶμαι, ἐν τοῖς ὄπισθεν στρατεύματός τινος, ἀκολουθῶ κατόπιν, τῶν δ’ ἱππέων οὐραγούντων διὰ τοῦ πεδίου Πολύβ. 4. 11, 6, κλ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρᾱγέω: командовать арьергардом, быть в арьергарде Polyb.