ἐκκρέμαμαι
English (LSJ)
Pass.,
A hang, be suspended, v.l. in Hp.Art.76 ; τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαμένην ἀποσεισάμενος Luc.Tox.61 : c. gen., hang from, Pl.Ion536a. II depend upon, ἐξ ἐπιθυμιῶν Id.Lg.732e ; τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12 ; ἐλπίδος AP9.411 (Maec.).