προαναπλάσσω
English (LSJ)
A transform before, ἐπὶ τὸ βέλτιον Hipparch. ap. Stob.4.44.81; imagine beforehand, Posidon.Stoic.3.131.
German (Pape)
[Seite 707] vorher umbilden, τὰ ὑπὸ φύσιος δεδομένα ἐπὶ τὸ βέλτιον προαναπλάσαντες, Hippocr. bei Stob. fl. 108, 81.