ἀντιμαρτύρησις
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, counter evidence, Id.Fr.247: in plural, Id.Nat.28Fr.7, Plu.2.1121e.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
testimonio contrario por parte de los datos de la experiencia ἐπιμαρτυρήσεις καὶ ἀντιμαρτυρήσεις Epicur.Fr.[31] 8.4, cf. [137].16, Plu.2.1121e
•c. gen. en gener. ἀντιμαρτύρησις τῶν λόγων κοπηρίων Epicur.Fr.[38] 2.1.
German (Pape)
[Seite 255] ἡ, das Gegenzeugniß, Sext. Emp.; Plut. adv. Col. 25.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμαρτύρησις: εως ἡ свидетельство против (чего-л.), противопоказание Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμαρτύρησις: -εως, ἡ, ἐναντία μαρτυρία, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 244· κατὰ πληθ., Πλούτ. 2. 1121Ε.
Greek Monolingual
ἀντιμαρτύρησις, η (Α)
αντίθετη μαρτυρία.