έντριτον

From LSJ
Revision as of 16:58, 4 October 2024 by lsj>Spiros (Created page with "{{grml |mltxt=ἐντριτεία, η (Μ)<br />το έντριτον: φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ἐντριτεία, η (Μ)
το έντριτον: φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισοδήματος.