yesero
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Spanish > Greek
γυψοκόπος, ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
γυψοκόπος, ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης