παλαγμός
English (LSJ)
ὁ,
A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.
ὁ,
A sprinkling, παλαγμοῖς αἵματος A.Fr.327.
[Seite 444] ὁ, Besudelung, αἵματος παλαγμοί, Aesch. frg. 329.