τευχοπλάστις
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A making vessels, παρθένος Lyc.1379.
German (Pape)
[Seite 1101] ιδος, ἡ, fem. von τευχοπλάστης, Geräthe, Gefäße machend, Lycophr. 1379, Schol. χυτροποιός.
ιδος, ἡ,
A making vessels, παρθένος Lyc.1379.
[Seite 1101] ιδος, ἡ, fem. von τευχοπλάστης, Geräthe, Gefäße machend, Lycophr. 1379, Schol. χυτροποιός.