περιυβρίζω

Revision as of 19:33, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

English (LSJ)

   A insult wantonly, τινα Hdt.5.91, J.AJ7.6.1, Jul.Or.5.159a, etc.; τοιαῦτα π. αὐτοὺς ἐν μέρει Ar.V.1319, cf. Th.535 ; τὰ θεῖα π. Plu.Cam.18 :—Pass., to be so treated, πρός or ὑπό τινος, Hdt.2.152, 4.159 ; ὧδε or ταῦτα π., Id.1.114, 3.137 ; οἷα π. Ar.Eq.727; ψυχὴ ὑπὸ λαιμαργίας π. Ph.1.488.

German (Pape)

[Seite 598] das verstärkte ὑβρίζω, sehr mißhandeln, sehr verhöhnen; τοιαῦτα περιύβριζεν αὐτοὺς ἐν μέρει, Ar. Vesp. 1319, wo die Erkl. σκώπτων ἀγροίκως folgt; vgl. Thesm. 535; oft Her. im pass., 1, 114. 2, 152 u. sonst, ταῦτα περιυβρίσθαι 3, 137; ἃ περιύβρισμαι πρὸς τούτου, Luc. bis accus. 33; δούλους, Plut. de educ. lib. 10.