ἀναμίσγω
English (LSJ)
poet. and Ion. for
A ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.
German (Pape)
[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.