ἐκκρέμαμαι
English (LSJ)
Pass.,
A hang, be suspended, v.l. in Hp.Art.76 ; τὴν γυναῖκα ἐκκρεμαμένην ἀποσεισάμενος Luc.Tox.61 : c. gen., hang from, Pl.Ion536a. II depend upon, ἐξ ἐπιθυμιῶν Id.Lg.732e ; τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plu.Mar.12 ; ἐλπίδος AP9.411 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 764] (s. κρέμαμαι), daran, davon herabhangen, Hippocr.; übertr., abhangen, ἐξ ὧν ἀνάγκη τὸ θνητὸν πᾶν ζῶον ἐκκρεμάμενον εἶναι Plat. Legg. V, 733 a; ἐλπίδος ἐκκρέμαται, er hängt sich an eine Hoffnung, giebt sich ihr hin, Maec. 1a (IX, 411); ἐκκρεμασθεὶς τῆς τοῦ ζῆν ἐπιθυμίας Plut. Mar. 12. S. das Folgd.