ἐξονομακλήδην
English (LSJ)
Adv.
A by name, ἐ. ὀνομάζων Il.22.415; ἐκ δ' ὀ. Od.4.278; ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες ἐ. 12.250; προκαλεῖσθαι Critias 6.8 D.
German (Pape)
[Seite 887] bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσθαι Critias bei Ath. X, 432 e.