ἀμβλυγώνιος
English (LSJ)
ον,
A obtuse-angled, τρίγωνα Euc.1.28, al.; κωνοειδές, κῶνος, Archim.Con.Sph.Praef.: Subst. -γώνιον, τό, obtuse angle, Plb. 34.6.7.
German (Pape)
[Seite 118] stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.