μελιτουργία
English (LSJ)
ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von μελισσουργία u. s. w.
ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.
[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von μελισσουργία u. s. w.