μελιτουργία

Revision as of 19:53, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

ἡ, μελῐτουργ-ός, όν, dub. ll. for μελιττουργία, -γός.

German (Pape)

[Seite 124] ἡ, μελιτουργικός u. μελιτουργός, v. l. von μελισσουργία u. s. w.