αἰσχροεπέω
English (LSJ)
A use foul language, Ephipp.23: c. acc., τὰς τέχνας Hp.de Arte1.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροεπέω: (ἔπος) μεταχειρίζομαι αἰσχρὰν γλῶσσαν, Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 3.
A use foul language, Ephipp.23: c. acc., τὰς τέχνας Hp.de Arte1.
αἰσχροεπέω: (ἔπος) μεταχειρίζομαι αἰσχρὰν γλῶσσαν, Ἔφιππ. ἐν «Φιλύρᾳ» 3.