κατοδύρομαι
English (LSJ)
[ῡ],
A deplore, τὸ ζῆν Pl.Ax.367d; τὴν ἑαυτοῦ τύχην D.S.13.58; ταυτὶ -όμενος X.Eph.5.1, cf. Parth.26.4:—Pass., to be mourned, Arch.Pap.1.220 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 1402] med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κατοδύρομαι: ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.