βλασφημητέος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
Greek (Liddell-Scott)
βλασφημητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ κακολογήσῃ ἢ κατηγορήσῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 343.