ὑδροχαρής
English (LSJ)
ές,
A delighting in water, Eust.254.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχαρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ὕδωρ, Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229.