διαληπτέον
English (LSJ)
A one must divide, τὰς ἐπιστήμας Pl.Plt.258b; δ. ὡς .. we must distinguish and say that... Arist.Pol.1290b9. II one must hold an opinion, form a judgement, τὸ παραπλήσιον δ. περί τινος Plb.6.44.1, 11.25.3. III one must discuss, treat, Porph.Abst. 1.57.
Greek (Liddell-Scott)
διαληπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαλαμβάνω, πρέπει τις νὰ δαιρέσῃ, τὰς ἐπιστήμας Πλάτ. Πολιτ. 258Β· δ. ὡς..., πρέπει τις νὰ διακρίνῃ..., Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 5. ΙΙ. πρέπει τις νὰ συζητήσῃ ἢ πραγματευθῇ, Πολύβ. 6. 44, 1.