A make into καρύκη (q.v.), in Pass., Hsch., Suid.
ἐκκαρυκεύω: ὀψοποιῶ, «ἐξεκαρυκεύθη· ὠψοποιήθη καὶ συνεκόπη· καρύκη γὰρ ἔδεσμα ἐκ πολλῶν συγκείμενον» Ἡσύχ.