ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
λίγξ: λιγγός, ἡ, = καμπτήρ, Ἡσύχ. ἴδε ἐν λέξ. λικριφίς˙ - ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 421, ὁ Erfurdt διώρθωσε λίγγα θηρατηρίαν (ἀντὶ λύγγα) ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ βέλους (πρβλ. λίγγω).