προαμαρτάνω
English (LSJ)
A fail or sin before, 2 Ep.Cor.12.21, 13.2: pf. part. Pass., τὰ προημαρτημένα OGI751.10 (Amblada, ii B.C.), J.BJ1.24.4, Hdn.3.14.4.
German (Pape)
[Seite 706] (s. ἁμαρτάνω), vorher fehlen, sündigen, K. S. In B. A. 193 v. παρανόμων ist προαμαρτήσας verderbt.
Greek (Liddell-Scott)
προᾰμαρτάνω: μέλλ. -ᾰμαρτήσομαι, ἁμαρτάνω πρότερον, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. ιβ΄, 21, ιγ΄, 2· μετοχ. παθ. πρκμ., τὰ προημαρτημένα Ἡρῳδιαν. 3. 14.