ές, (στάζω)
A dropping nectar, Ar.Fr.579, Eub.124.
[Seite 238] ές, Nektar träufelnd, von edlem Wein, Eubul. bei Ath. I, 28 f.
νεκτᾰροστᾰγής: -ές, (στάζω) ὁ στάζων νέκταρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4.