ἀντλιαντλητήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A bucket, Men.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντλιαντλητήρ: ὁ, καδίσκος, «κουβᾶς», πρὸς ἄντλησιν ὕδατος, καὶ κάδους οὐ δεῖ λέγειν, ἀλλ’ ἀντλιαντλητῆρας Μένανδ. ἐν «Ἀνατιθεμένῃ ἢ Μεσσηνίᾳ» 1, (Α. Β. 411. 12), ἴδε Meineke.