διαπιθανεύομαι
English (LSJ)
A oppose by probable argument, ἄλλου ἄλλως εἰκάζοντος καὶ διαπιθανευομένου S.E.M.8.324.
German (Pape)
[Seite 595] verstärktes πιθανεύομαι, Sext. Emp. adv. math. 8, 324.
Greek (Liddell-Scott)
διαπῐθᾰνεύομαι: μέσ., ἐναντιοῦμαι ἀμοιβαίως πρὸς ἕτερον διὰ πιθανῶν ἀποδείξεων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 324.