προσερυγγάνω
English (LSJ)
aor. -ήρῠγον,
A = προσερεύγομαι, τινι Diod.Com.2.35: abs., Thphr.Char.19.4, Ael.NA9.11.
German (Pape)
[Seite 762] = προσερεύγω, Theophr. char. 19.
Greek (Liddell-Scott)
προσερυγγάνω: ἀόρ. -ήρῠγον, = προσερεύγομαι, τινὶ Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 35· ἀπολ., Θεοφρ. Χαρ. 19, Αἰολ. π. Ζ. 9. 11.