ἱερομάρτυς: -υρος, ὁ, ἱερωμένος μάρτυς, δηλ. πρεσβύτερος ἢ ἐπίσκοπος βασανισθεὶς καὶ φονευθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, Θεοφ. 8. 18, Φώτ. ΙΙΙ. 56Α, Νικήτ. Παφλ. 565D.