Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
πάνεσθλος: -ον, ὁ πάνυ ἐσθλός, μεταγεν.