διδασκαλικός

Revision as of 09:29, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for teaching, τινός Philol.11; ὄργανον Pl.Cra.388b; λόγοι X.Mem.1.2.21; πειθὼ δ. περί τι Pl.Grg.453e, cf. 455a: ἡ -κή (sc. τέχνη) the faculty of giving instruction, Id.Sph.231b; τὸ -κόν Id.Lg.813b; so, in disparagement, τὸ πρεσβυτικὸν καὶ δ. the didactic manner of old age, of Isocrates, Hermog.Id.2.11: Comp. -ώτερος Arist.Metaph.982a13. Adv. -κῶς Pl.Cra.388c, Plb.6.3.5: Comp. -ώτερον Dioph.1p.474T., Hermog. Inv.1.1.    2 -κή (sc. ὁμολογίἀ, ἡ, contract of apprenticeship, POxy. 275.34 (i A. D.).    3 Gramm., τόπος δ., locus classicus, Sch.Il.5.857.

German (Pape)

[Seite 615] zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. τέχνη, Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; τόπος διδασκαλικός, locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.

Greek (Liddell-Scott)

δῐδασκᾰλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ διδάσκειν, διδακτικός, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· περί τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν ἱκανότης, εὐχέρεια, ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, περί τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― τόπος δ., locus classicus, Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380.