ἀγορανόμιος
English (LSJ)
ον,
A of or in the forum, περίπατος IGRom.4.504 (Perg.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορᾱνόμιος: -ον, ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἢ ὁ ἐν αὐτῇ εὑρισκόμενος, περίπατος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3545.
ον,
A of or in the forum, περίπατος IGRom.4.504 (Perg.).
ἀγορᾱνόμιος: -ον, ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἢ ὁ ἐν αὐτῇ εὑρισκόμενος, περίπατος, Συλλ. Ἐπιγρ. 3545.