λαβρηγορέω
English (LSJ)
A boast, Tz.ad Hes.Op.477.
German (Pape)
[Seite 2] = λαβραγορέω, Schol. Hes. p. 114.
Greek (Liddell-Scott)
λαβρηγορέω: λαβραγορέω, Σχόλ. Ἡσ.
A boast, Tz.ad Hes.Op.477.
[Seite 2] = λαβραγορέω, Schol. Hes. p. 114.
λαβρηγορέω: λαβραγορέω, Σχόλ. Ἡσ.