διαδετέον
English (LSJ)
A one must bind round, Archig. ap. Orib.47.13.5, Gal.17(1).434.
Greek (Liddell-Scott)
διαδετέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ περιδέσῃ, Ὀρειβάσ. σ. 157 Cocchi.
A one must bind round, Archig. ap. Orib.47.13.5, Gal.17(1).434.
διαδετέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ περιδέσῃ, Ὀρειβάσ. σ. 157 Cocchi.