κλημάτινος
English (LSJ)
η, ον,
A of vine-twigs, πῦρ Thgn.1360; κονία Dsc.Alex.22; τέφρα Id.5.117, Ther.19, Antyll. ap. Orib.10.12.2.
German (Pape)
[Seite 1450] von Weinreben gemacht, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κλημάτῐνος: -η, -ον, ἐκ κλήματος, πῦρ Θέογν. 1360· κονία Διοσκ. Ἀλεξ. 22.