εἰσκτάομαι
English (LSJ)
A acquire, εὔκλειαν E.Fr.238.
German (Pape)
[Seite 744] sich (hinein) erwerben, Eur. frg. Archel. 10.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι, εὔκλειαν Εὐρ. Ἀποσπ. 240.
A acquire, εὔκλειαν E.Fr.238.
[Seite 744] sich (hinein) erwerben, Eur. frg. Archel. 10.
εἰσκτάομαι: ἀποθ., κτῶμαι, εὔκλειαν Εὐρ. Ἀποσπ. 240.