ἀποπροσποιέομαι

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

Med.,

   A reject, τὸ προβληθέν Ath.9.402a, Eust. 769.14; dissemble, ἑκοντὶ ἀποπροσποιησάμενος τὰ λεχθέντα πρὸς αὐτοῦ εἰδέναι Men.Prot.p.44D., cf.p.125D.

German (Pape)

[Seite 320] sich etwas nicht zueignen wollen, Hippoloch. bei Ath. IX, 402 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπροσποιέομαι: μέσ., ἀπορρίπτω, Ἀθήν. 401Α, καὶ Βυζ.