προκαταπέμπω
English (LSJ)
A send down in advance, τὸ Σαρακηνῶν ἱππικόν Eun. Hist.p.240D.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταπέμπω: καταπέμπω πρότερον, Εὐνάπ. 52. 9.
A send down in advance, τὸ Σαρακηνῶν ἱππικόν Eun. Hist.p.240D.
προκαταπέμπω: καταπέμπω πρότερον, Εὐνάπ. 52. 9.