χορταστικός

Revision as of 09:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν, (χορτάζω)

   A good for feeding, nutritious, Hsch. s.v. καπανικώτερα (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1367] zum Füttern, Mästen gehörig, geschickt (?).

Greek (Liddell-Scott)

χορταστικός: -ή, -όν, (χορτάζω) ἁρμόδιος εἰς τὸ χορτάζειν, χορταστικὸς ὡς καὶ νῦν, ἴδε καπανικός.