ες,
A like salt, saltish, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.)2; φλοιός Thphr.HP9.11.2 (ubi ἁλικώδης).
[Seite 110] ες, salzartig, Hippocr.
ἁλῠκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἅλας, ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 (ἔνθα ἁλικώδης διὰ τοῦ ι).