ἀπογέννημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A offspring, Ti.Locr.97e, Ael.NA 15.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογέννημα: τό, τὸ ἀπό τινος γεννηθέν, ἀπογεννάματα δὲ τουτέων ἐστὶ τὰ σώματα Τίμ. Λοκρ. 97Ε, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.
ατος, τό,
A offspring, Ti.Locr.97e, Ael.NA 15.8.
ἀπογέννημα: τό, τὸ ἀπό τινος γεννηθέν, ἀπογεννάματα δὲ τουτέων ἐστὶ τὰ σώματα Τίμ. Λοκρ. 97Ε, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.