πολυόμφαλος
English (LSJ)
ον,
A with many bosses or shields, πεδίον π., of the Roman testudo, Opp.C.1.218.
German (Pape)
[Seite 667] mit vielen Nabeln od. Erhabenheiten, Opp. Cyn. 1, 218 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόμφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ὀμφαλούς, ἐπὶ ἀσπίδος ἐχούσης πολλὰς ὀμφαλοειδεῖς ἐξοχὰς ἢ κοσμήματα, Ὀππ. Κυν. 1. 218· ἐπὶ πλακοῦντος, Κλήμ. Ἀλ. 19.